πεινώ

πεινώ
πεινώάω αμετ.
1) голодать; 2) быть голодным, хотеть есть; проголодаться;

δεν πεινώ — я не хочу есть; — я не голоден


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πεινώ" в других словарях:

  • πεινώ — και πεινάω / πεινῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. κατέχομαι από πείνα, έχω πείνα, έχω ανάγκη τροφής 2. επιθυμώ κάτι διακαώς, ποθώ, ορέγομαι κάτι (α. «πεινήσας χρημάτων ἐπλούτησας», Ξεν. β. «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

  • πεινώ — πεινάω / πεινώ, πείνασα, πεινασμένος βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πεινώ — πείνασα, πεινασμένος 1. έχω ανάγκη τροφής, έντονα επιθυμώ τροφή: Όταν πεινώ, έχω ενοχλήσεις στο στομάχι. 2. μτφ., επιθυμώ, θέλω, λαχταρώ: Πολλά άτομα πεινούν για μόρφωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεινῶ — πεινάω to be hungry pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πεινάω to be hungry pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πεινέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) πεινέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεινῷ — πεινάω to be hungry pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοπεινώ — άω πεινώ για τα καλά, πεινώ πολύ, έχω έντονο το αίσθημα τής πείνας …   Dictionary of Greek

  • καταπεινώ — (επιτ. τ. τού πεινώ) πεινώ πολύ, είμαι πολύ πεινασμένος …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • συμπεινώ — άω, Α [πεινῶ] πεινώ μαζί με κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek

  • υπερπεινώ — άω, Α [πεινῶ] πεινώ πάρα πολύ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»